αμφιβληστροειδίτιδα

αμφιβληστροειδίτιδα
η Ιατρ.
φλεγμονή τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, στον οποίο, επειδή δεν διαθέτει αγγεία, παράγεται από επέκταση από τους πάσχοντες γειτονικούς ιστούς, όπως τον χοριοειδή χιτώνα (χοριοαμφιβληστροειδίτιδα), τη θηλή τού οπτικού νεύρου (νευροαμφιβληστροειδίτιδα) κ.λπ. Ο όρος χρησιμοποιείται πολλές φορές στη θέση τού όρου αμφιβληστροειδοπάθεια, όπως π.χ. διαβητική, λευχαιμική, μελαγχρωματική, τοξιναιμική κ.λπ. αμφιβληστροειδίτιδα ή αμφιβληστροειδοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιβληστροειδής + κατάλ. -ίτιδα*. Απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. νεολατιν. retinitis < μσν. λατ. retina «αμφιβληστροειδής χιτώνας» (πιθ. < λατ. rete «δίχτυ») + κατάλ. -itis (πρβλ. -ίτιδα). Ο ελληνικός όρος αμφιβληστροειδίτις πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον οφθαλμολόγο Ανδρέα Αναγνωστάκη το 1878].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφιβληστροειδίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • αμφιβληστροειδοπάθεια — η Ιατρ. μη φλεγμονώδης, εκφυλιστική νόσος τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, υπό τη στενότερη έννοια, χρησιμοποιείται συχνά ως όρος που περιλαμβάνει κάθε πάθηση τού αμφιβληστροειδούς, χωρίς διάκριση από την αμφιβληστροειδίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • νευροαμφιβληστροειδίτιδα — η ιατρ. ταυτόχρονη φλεγμονή τής οπτικής θηλής και τού αμφιβληστροειδούς, η οποία εμφανίζεται ως επιπλοκή τής νεφρικής υπέρτασης και τού σακχαρώδους διαβήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + αμφιβληστροειδίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • ρετινίτιδα — η, Ν ιατρ. η αμφιβληστροειδίτιδα …   Dictionary of Greek

  • χοριοαμφιβληστροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. χοριοειδίτιδα με συμμετοχή τού αμφιβληστροειδούς υπό μορφή τροφικών διαταραχών τού αισθητηριακού επιθηλίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chorioretinite < chorio (< χόριο[ν]) + retinite (< νεολατ. retinitis… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχρωματικός ή μελαγχρωστικός — Αυτός που έχει μαύρο χρώμα· ο όρος απαντάται κυρίως στην ιατρική, για την περιγραφή συμπτωμάτων ή παθήσεων. μελαγχρωματικός σπίλος. Σαφώς περιγραμμένη βλάβη του δέρματος, με χροιά από καφέ έως μαύρη, καθώς και από μορφή που ποικίλλει από ομαλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”